ΜΙΑ ΜΕΡΑ
Η στιγμή της κάθε γέννησης είναι ευλογημένη και γεμάτη οδύνες, σαν αυτές της καταιγίδας και της δικής μου αστραπής. Και μετά μια υπέροχη γαλήνη γύρω μου και μέσα μου. Ήρθα… Και εγώ δεν ξέρω πόσες φορές έχω γεννηθεί και χαθεί, ξανά και ξανά πάνω σε αυτή τη σφαίρα.
Γεμάτη περιέργεια για τον κόσμο, στην πρώτη χαραυγή, άρχισα να ακούω τα πουλιά να ξυπνούν, από μακριά ένα όχημα να αδειάζει βρώμικα πράγματα και να τα παίρνει κοντά του, αφήνοντας πίσω του και πάνω μας βρώμικους καπνούς. Και μετά μου χτύπησε στα ρουθούνια αυτή η μυρωδιά, η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος, γεμάτο αρώματα από κρυμμένους σπόρους που περιμένουν να βγουν, από τα μικρά ζωντανά πλάσματα που περιμένουν τη βροχή να αναπνεύσουν, να φάνε, να ζήσουν. Ζωή…
Και εγώ, παρατηρητής πάνω σε αυτό το όμορφο κίτρινο αντικείμενο που με φιλοξενεί, δεν ξέρω για πόσο. Εύχομαι, παρακαλώ με όλη μου την ψυχή να είμαι τυχερή να ζήσω λίγο παραπάνω, να δω όσα περισσότερα πράγματα μπορώ σε αυτόν εδώ τον θαυμαστό κόσμο που ήρθα. Κοίταξα ψηλά, είδα κάτι τεράστια πλάσματα, που πετούν και τα φτερά τους χρυσίζουν στον ήλιο σαν φτερά αγγέλων.
Κοιτώντας γύρω μου, πράσινο χορτάρι, δηλαδή τεράστιες λόγχες πράσινου χορταριού βρίσκονταν πολύ κοντά μου. Μεγάλα και μικρά, διαφορετικά και όμορφα, όμως όλα τέλεια στη δική τους αρμονία, άλλα ακίνητα, άλλα περνούν και περπατούν μπροστά μου, όλα γεμάτα ζωή.
Και μετά φύσηξε. Έκλεισα τα μάτια μου και άφησα τα αυτιά μου να τα αγκαλιάσει η μελωδία. Όταν φυσάει, ολόκληρο το δάσος ψιθυρίζει προσευχές. Δεν χρειάζεται να κάνεις πολλά, απλά να κλείσεις τα μάτια σου.
Και μετά ήρθε ο ήλιος. Ένα εκτυφλωτικό φως που σκέπασε και αγκάλιασε ολόκληρο το δάσος. Δεν επιλέγει που θα φωτίσει, φωτίζει παντού, χωρίς διάκριση. Συγκλονιστική στιγμή αυτό το άγγιγμα του φωτός.
Πολλές αδελφές μου έβλεπα να εξαφανίζονται και να τις τραβάει το χώμα με βουλιμία. Άλλες εξατμίζονταν και ανέβαιναν βιαστικά πάνω στα σύννεφα, από εκεί που είχαν έρθει. Και εγώ περίμενα τη σειρά μου φοβισμένη. Όμως, βρισκόμουν σε ένα ξέφωτο, ανάμεσα σε πολλά πεύκα και πευκοβελόνες που κρατούσαν σταθερή δροσιά και χαμηλή θερμοκρασία, προς το παρόν, έτσι την είχα γλιτώσει για τώρα. Αλλά έβλεπα ότι η ώρα μου ερχόταν, το ένιωθα και δεν μου άρεσε.
Ξαφνικά ένιωσα να μαζεύομαι και να συρρικνώνομαι και δεν ήξερα τι συμβαίνει. Ένα πλάσμα μαύρο και κίτρινο, μια μέλισσα, άρχισε να πίνει από την ύπαρξή μου. Την καλωσόρισα και εκείνη μου το ανταπόδωσε τραγουδώντας μου, ευχαριστώντας με και έφυγε βιαστικά προς την δική της γοητευτική κοινωνία να ετοιμάσει το νέκταρ της φύσης. Πέρασε έτσι αρκετή ώρα, για τα δικά μου δεδομένα ίσως θα ήταν και αιωνιότητα και απολάμβανα τη φύσης, έβλεπα τα λευκά σύννεφα να τρέχουν, άκουγα τους ψίθυρους των φυλλωμάτων του δάσους και έκλεινα τα μάτια μου νιώθοντας τον Θεό να μου μιλά.
Και μετά άκουσα βήματα, δυνατά, να τραντάζουν την επιφάνεια της γης. Είδα δυο φιγούρες τεράστιες να με αγκαλιάζουν. Ένα όμορφο παιδί με τη μαμά του είχαν έρθει να περπατήσουν στο δάσος. ‘Μαμά κοίτα, η μαργαρίτα κλαίει!’ είπε το παιδί που είχε σκύψει να κόψει το λουλούδι μου. ‘Είναι πρωινή δροσιά χαρά μου’, απάντησε η μητέρα. Πράγματι, έμοιαζα πλέον με ένα δάκρυ ενός μικρού παιδιού. Και κόβοντας το παιδί το λουλούδι, με έκανε και εμένα να πέσω πάνω στο τρυφερό του χεράκι και σύντομα, ότι έμεινε από μένα, πάνω στο έδαφος. Είχε τελειώσει και η δική μου απολαυστική μέρα. Μέχρι την επόμενη φορά…
Δημοσιεύθηκε στο ONE:STORY (σύνδεσμος http://www.onestory.gr/post/23956540289)
(photo by me, Ορεινή Κορινθία)
0 Comments:
Post a Comment
<< Home